- περιέκλεισα
- περϊέκλεισα , περικλείωshut in all roundaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικλείνω — περιέκλεισα, περικλείστηκα, περικλεισμένος, κλείνω γύρω γύρω, περιφράζω, περικυκλώνω, περιβάλλω: Για να μεγαλώσουν τα δάση, η αρμόδια υπηρεσία περικλείνει με σύρμα μεγάλες εκτάσεις τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περικλείνω — περικλείνω, περιέκλεισα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περικλείω — περικλείω, περιέκλεισα βλ. πίν. 40 και πρβλ. περικλείνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής